ψιλόπλευρον

ψιλόπλευρον
ψῑλό-πλευρον, τό, =
A armus, ofella, ofla, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψιλόπλευρον — τὸ, πληθ. και ψιλήπλευρα, ΜΑ 1. άρθρωση 2. ώμος 3. πλευρά αλόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. αμάρτυρου επιθ. *ψιλόπλευρος < ψιλός + πλευρος (< πλευρόν), πρβλ. πλατύ πλευρον] …   Dictionary of Greek

  • ψιλήπλευρα — τὰ, Α βλ. ψιλόπλευρον …   Dictionary of Greek

  • ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”